ρεοβάση

ρεοβάση
η, Ν
φυσιολ. το κατώτερο όριο ερεθισμού, δηλαδή η ελάχιστη ένταση συνεχούς ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτείται για να διεγείρει ένα ερεθιζόμενο σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rheobase (< ῥέος < ῥέω + βάση)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”